- συναποκείρω
- Α(συν. το μέσ.) συναποκείρομαιαποκόπτω κάτι μαζί ή συγχρόνως («τὸ πλεῑστόν τε καὶ ἄριστον τῆς Ῥωμαϊκής άρχῆς συναποκειράμενος», Φιλόστοργ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποκείρω «κουρεύω, κόβω τελείως, καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.